λογχίζω

λογχίζω
τρυπώ με τη λόγχη, λογχεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχη. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Σ. Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λογχίζω — λόγχισα, χτυπώ ή τρυπώ με τη λόγχη: Τον λόγχισε για να σιγουρευτεί ότι ήταν νεκρός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λογχιστής — ο [λογχίζω] ο λογχίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογχίζω. Απόδοση του γαλλ. lancier. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Σπύρο Π. Βενέτη] …   Dictionary of Greek

  • λογχισμός — ο πλήγμα με λόγχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογχίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Σ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • λόγχη — Η μεταλλική αιχμή του δόρατος, που ήταν αρχικά χάλκινη και στη συνέχεια σιδερένια. Λ. χρησιμοποιούσαν πολύ οι ασιατικοί λαοί, που παρουσίαζαν ακόμα και τους θεούς τους στις διάφορες απεικονίσεις να κρατούν λ. Ο Όμηρος, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν …   Dictionary of Greek

  • λόγχισμα — το [λογχίζω] λογχισμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”